- παραπαίει
- παραπαίωstrike on the sidepres ind mp 2nd sgπαραπαίωstrike on the sidepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμαρτίνους — ἁμαρτίνους, ουν (Α) αυτός που έχει συγκεχυμένο τον νου, αυτός που παραπαίει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτι (< ἁμαρτάνω) + νοῦς] … Dictionary of Greek
καραβοτσακίζομαι — 1. (για πλοία) ρίχνομαι από τα κύματα στα βράχια και θραύομαι, ναυαγώ («καραβοτσακίστηκε στον κάβο») 2. μτφ. περνώ φοβερή περιπέτεια, ή συμφορά, δυστυχώ, καταστρέφομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) καραβοτσακισμένος, η, ο (κυριολ. και μτφ.)… … Dictionary of Greek
πελαγοδρομία — η [πελαγοδρόμος] 1. η ναυσιπλοΐα στο ανοιχτό πέλαγος, στην ανοιχτή θάλασσα 2. μτφ. το να παραπαίει κάποιος, απεραντολογία, σύγχυση … Dictionary of Greek
πελαγοδρόμημα — το [πελαγοδρομώ] 1. πελαγοδρομία, ναυσιπλοΐα στο ανοιχτό πέλαγος 2. μτφ. το να παραπαίει κάποιος, να απεραντολογεί, να βρίσκεται σε σύγχυση … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek